ρήσλινγκ

ρήσλινγκ
το, Ν
(γεωπ·) ποικιλία τής ευρωπαϊκής οινοφόρου αμπέλου από τη Ρηνανία, οι καρποί τής οποίας χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τού ομώνυμου κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Riesling].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”